συντέλει — συντελέω bring to an end pres imperat act 2nd sg (attic epic) συντελέω bring to an end pres imperat act 2nd sg (attic epic) συντελέω bring to an end imperf ind act 3rd sg (attic epic) συντελέω bring to an end imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρεπτικός — και θρεφτικός, ή, ό (ΑΜ θρεπτικός, ή, όν) [τρέφω] αυτός που συντελεί στη θρέψη («θρεπτική τροφή») νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θρέψη, που συντελεί στην αφομοίωση τών τροφών 2. φρ. α) «το θρεπτικό σύστημα» το σύνολο τών οργάνων με… … Dictionary of Greek
εποικοδομητικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή συντελεί στην εποικοδόμηση 2. εκείνος που συντελεί στη διαμόρφωση τού χαρακτήρα, στη βελτίωση τής προσωπικότητας, τής γνώσης κ.λπ. 3. αυτός που ενισχύει μια άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξένου όρου (πρβλ. γερμ.… … Dictionary of Greek
ευπεπτικός — ή, ό [εύπεπτος] αυτός που συντελεί στην καλή χώνευση ή που τήν υποβοηθεί («ευπεπτικά φάρμακα»). επίρρ... ευπεπτικώς και ά με τρόπο που συντελεί στην καλή χώνευση … Dictionary of Greek
συντελώ — συντελῶ, έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυντελώ Α 1. συμβάλλω, συντείνω, συνεργώ στο να γίνει κάτι, υποβοηθώ (α. «η ανεργία συντελεί στην αύξηση τής εγκληματικότητας» β. «λοιπῶν δὲ περὶ τῶν εἰς τὴν γένεσιν συντελούντων μορίων εἰπεῑν», Αριστοτ.) 2. (το… … Dictionary of Greek
БЕОТИЯ — • Boeōtia, Βοιωτία, область Средней Греции, граничила на севере с землей опунтских локров и Эвбейским морем, на западе с Фокидой, на юге с Коринфским заливом, Мегаридой и Аттикой и на северо востоке с Эвбейским морем и занимала… … Реальный словарь классических древностей
Δευτερονόμιο — Το πέμπτο βιβλίο της Πεντατεύχου, το οποίο οι Εβραίοι ονομάζουν Έλλε Χαντεβαρίμ (= αυτοί οι λόγοι). Σύμφωνα με τη βιβλική αφήγηση (Βασιλειών Δ’, 22,8 κ.ε.), το Δ. ανακαλύφθηκε στον Ναό από τον ιερέα Χελκία, ο οποίος έπεισε τον βασιλιά Ιωσία να… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
ολοκληρωτικός — ή, ό 1. αυτός που συντελεί στην ολοκλήρωση 2. συνολικός, πλήρης τελειωτικός («ολοκληρωτική καταστροφή») 3. μαθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαθηματική ολοκλήρωση ή στο μαθηματικό ολοκλήρωμα («ολοκληρωτικός λογισμός» κλάδος τών ανώτερων… … Dictionary of Greek
άζωτο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ν. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει ατομικό αριθμό 7 και ατομικό βάρος 14,008. Οφείλει το όνομά του (α στερητικό + ζωή) στο ότι δεν συντελεί στην αναπνοή και συνεπώς δεν διατηρεί τη ζωή. Το… … Dictionary of Greek